ολομελής

ολομελής
-ές (ΑΜ ὁλομελής, -ές, Α ιων. τ. οὐλομελής, -ές)
αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, πλήρης
(για συνεδριάζον σώμα) αυτός τού οποίου όλα τα μέλη είναι παρόντα
μσν.
ο γεμάτος μελωδία, μελωδικότητα
αρχ.
ομοιόμορφος.
επίρρ...
ολομελώς (Μ ὁλομελῶς)
νεοελλ.
με παρουσία όλων τών μελών
μσν.
με πλήρη μελωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -μελής (< μέλος), πρβλ. πολυ-μελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁλομελής — whole of limb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλομελῆ — ὁλομελής whole of limb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁλομελής whole of limb masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁλομελής whole of limb masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλομελές — ὁλομελής whole of limb masc/fem voc sg ὁλομελής whole of limb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλομελεῖς — ὁλομελέω to be sound pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ὁλομελής whole of limb masc/fem acc pl ὁλομελής whole of limb masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτιμελής — ές (AM ἀρτιμελής, ές) αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)] …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολομέλεια — η (ΑΜ ὁλομέλεια, Α ιων. τ. oὐλομέλεια και οὐλομελίη) [ολομελής] η ύπαρξη όλων τών μελών, το να είναι κάτι άρτιο, η αρτιμέλεια νεοελλ. 1. το σύνολο τών μελών συνεδριάζοντος σώματος («η ολομέλεια τής βουλής») 2. σύνοδος κεντρικού διευθύνοντος… …   Dictionary of Greek

  • ολομελώ — ὁλομελῶ, έω (Α) [ολομελής] έχω σώα όλα τα μέλη μου, είμαι ακέραιος αρτιμελής …   Dictionary of Greek

  • ολομελώς — (Μ ὁλομελῶς) επίρρ. βλ. ολομελής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”