ὁλομελής — whole of limb masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλομελῆ — ὁλομελής whole of limb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁλομελής whole of limb masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁλομελής whole of limb masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλομελές — ὁλομελής whole of limb masc/fem voc sg ὁλομελής whole of limb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλομελεῖς — ὁλομελέω to be sound pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ὁλομελής whole of limb masc/fem acc pl ὁλομελής whole of limb masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτιμελής — ές (AM ἀρτιμελής, ές) αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)] … Dictionary of Greek
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολομέλεια — η (ΑΜ ὁλομέλεια, Α ιων. τ. oὐλομέλεια και οὐλομελίη) [ολομελής] η ύπαρξη όλων τών μελών, το να είναι κάτι άρτιο, η αρτιμέλεια νεοελλ. 1. το σύνολο τών μελών συνεδριάζοντος σώματος («η ολομέλεια τής βουλής») 2. σύνοδος κεντρικού διευθύνοντος… … Dictionary of Greek
ολομελώ — ὁλομελῶ, έω (Α) [ολομελής] έχω σώα όλα τα μέλη μου, είμαι ακέραιος αρτιμελής … Dictionary of Greek
ολομελώς — (Μ ὁλομελῶς) επίρρ. βλ. ολομελής … Dictionary of Greek